-
1 εὐθυπορέω
A go straight forward, πότμος εὐθυπορῶν (metaph. from a ship) unswerving destiny, A.Ag. 1005 (lyr.); of motion, Arist.IA 710a7; opp. ἀνακάμπτειν, of ἀποδείξεις, Id.de An. 407a29: c. acc. cogn., εὐ. ὁδόν, δρόμον, hold a straight course, Pi.O.7.91, I.5(4).60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυπορέω
См. также в других словарях:
ευθυπορώ — (ΑΜ εὐθυπορῶ, έω) [ευθύπορος] πορεύομαι σε ευθεία γραμμή, προχωρώ ίσια στον δρόμο («ἀπεῑργον εὐθυπορεῑν πρὸς τὴν σύμμαχον Κατάνην», Διόδ.) αρχ. μσν. 1. ζω ενάρετη ζωή αρχ. (για τη λειτουργία τής θρέψης) προχωρώ ομαλά, φυσιολογικά («εὐθυπορούσης… … Dictionary of Greek